ἡλιοειδῶς

ἡλιοειδῶς
ἡλιοειδής
like the sun
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ηλιοειδής — ἡλιοειδής, ές (AM, Α και ἡλιώδης) αυτός που μοιάζει με τον ήλιο, αυτός που λάμπει και ακτινοβολεί όπως ο ήλιος. επίρρ... ἡλιοειδῶς (AM) λαμπρά όπως ο ήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + ειδης (< είδος), πρβλ. κυματο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԵԳԱԿՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0352 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 9c, 10c մ. ԱՐԵԳԱԿՆԱՊԷՍ ἠλιοειδῶς solis instar, vice, modo որ եւ ԱՐԵԳԱԿՆԱԲԱՐ. Որպէս արեգակնն. իբր զարեգակն. արեգական նման. *Ըստ ամենայնի հեղեալ ʼի նոսա լոյսն, յորս զկնի նոցա արեգակնապէս… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”